- σησαμοειδής
- -ές, ΝΜΑαυτός που μοιάζει με σουσάμι, με σπόρο σουσαμιούνεοελλ.ανατ. φρ. α) «σησαμοειδή οστά» — μικρά στρογγυλά οστά που μοιάζουν με κόκκους σουσαμιού και αναπτύσσονται μέσα στους τένοντες οι οποίοι διέρχονται από τις αρθρώσειςβ) «σησαμοειδείς χόνδροι» — δύο ώς τέσσερεις μικροί χόνδροι τού χόνδρινου σκελετού τού λάρυγγααρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ σησαμοειδέςο καρπός τού φυτού ελλέβορος ο μέλας2. φρ. α) «σησαμοειδὲς τὸ μικρόν» — το φυτό ωβριετία* η δελτοειδής, τής οικογένειας σταυρανθήβ) «σησαμοειδὲς τὸ μέγα» — το φυτό ρεζεντά η λευκή.[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.